κτηνικός

κτηνικός
κτηνικός u. κτηνίτης, das Vieh betreffend, zum Vieh gehörig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτηνικός — κτηνικός, ή, όν (AM) [κτήνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κτήνος …   Dictionary of Greek

  • κτηνίτης — κτηνίτης, ὁ (Μ) ως επίθ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήνος, κτηνικός 2. οδηγός κτήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. ίτης (πρβλ. κτηματ ίτης, μεσ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”